- νανώδεις
- νανώδηςdwarfishmasc/fem acc plνανώδηςdwarfishmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερεικώνες — Χαρακτηριστικές θαμνώδεις διαπλάσεις, τυπικές σε μερικές άγονες και ακαλλιέργητες εκτάσεις και σε παρόχθια πεδινά εδάφη (π.χ. στη Μεγάλη Βρετανία, στη βόρεια Γαλλία, στη βόρεια Ιταλία, στην Αυστραλία), στα οποία επικρατούν χαμηλά και πυκνά… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek